έξεστις

έξεστις
ἔξεστις, η (Α)
η έξαστις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έξαστις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έξαστις — ἔξαστις και ἔξεστις, η (Α) 1. παρυφή, ούγια 2. κρόσσι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι έξαστίς < *εξ αν στις < εξανίστημι με αποκοπή και απώλεια τού έρρινου δεν είναι ικανοποιητική. Πρόκειται πιθ. για όνομα δηλωτικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”